- μεταποιούμαι
- μεταποιούμαι, μεταποιήθηκα, μεταποιημένος βλ. πίν. 74
, βλ. πίν. 75
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μεταποιοῦμαι — μεταποιέω alter the make of pres ind mp 1st sg (attic epic doric) μεταποιέω alter the make of pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταποιώ — (ΑΜ μεταποιῶ, έω, σπάν. όω) μεταβάλλω την υφή ή τη μορφή ενός πράγματος, μετασκευάζω, μετασχηματίζω μσν. υποστηρίζω, συμπαρίσταμαι, βοηθώ αρχ. 1. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω 2. (με γεν.) καταδιώκω 3. (το μέσ.) μεταποιοῡμαι, έομαι (με … Dictionary of Greek